υποβαίνω

υποβαίνω
ΜΑ [βαίνω]
(με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ' αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν.
β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.)
αρχ.
1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ ὑποβαινόμενον σκέλος» — το πόδι στο οποίο στηρίζεται το βάρος τού σώματος, Ιπποκρ.)
2. χρησιμεύω ως βάση, ως στήριγμα («αἱ υποβεβηκυῑαι ἀρχαί», Σέξτ. Εμπ.)
3. περιέχομαι («τῇ σαφηνείᾳ ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές», Ερμογ.)
4. (για την παλίρροια) κατεβαίνω, κατέρχομαι
5. υποχωρώ, τραβιέμαι προς τα πίσω («ὑπέβη εἰς τοὐπίσω», Ηλιόδ.)
6. είμαι κατώτερος, είμαι χαμηλότερος («τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τὴς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ μέγαθος» — πηγαίνοντας σαράντα πόδια πιο κάτω, χτίζοντας σαράντα πόδια χαμηλοτέρα, Ηρόδ.)
7. ελαττώνομαι, μειώνομαι («καθάπερ ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ τίμημα», Πλάτ.)
8. (η μτχ. ενεστ. ή αορ. ως επίρρ.) ὁ ὑποβαίνων και ὁ ὑποβάς
(για βιβλίο) στη συνέχεια, παρακάτω, λίγο πιο κάτω (α. «ὑποβαίνων ὀρεῑ», Ερμογ.
β. «μικρὸν ὑποβάς», Παρθ.)
9. (η μτχ. παρακμ.) υποβεβηκώς, -υῑα, -ός
α) αυτός που περιέχεται σε κάποιον άλλο, που βρίσκεται σε σχέση είδους προς γένος («ὑποβεβηκυῑαι ἰδέαι», Ερμογ.)
β) (για αριθμούς) μικρότερος στην ίδια κλίμακα
10. φρ. α) «ὑποβαίνω αὐχήματος» — πέφτω χαμηλότερα, περιορίζεται ο εγωισμός μου (Διον. Αλ.)
β) «ὑποβαίνω τῆς εὐδαιμονίας» — χάνω την ευτυχία μου (Ιώσ.)
γ) «ὑποβαίνω τι πρὸς τὰ ἄλλα» — φτάνω σε λεπτομέρειες (Θεοφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβαίνω — stand under pres subj act 1st sg ὑποβαίνω stand under pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαίνῃ — ὑποβαίνω stand under pres subj mp 2nd sg ὑποβαίνω stand under pres ind mp 2nd sg ὑποβαίνω stand under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαινόντων — ὑποβαίνω stand under pres part act masc/neut gen pl ὑποβαίνω stand under pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαῖνον — ὑποβαίνω stand under pres part act masc voc sg ὑποβαίνω stand under pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαίητε — ὑποβαίνω stand under aor opt act 2nd pl ὑποβαίνω stand under aor subj act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαίνει — ὑποβαίνω stand under pres ind mp 2nd sg ὑποβαίνω stand under pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαίνοντα — ὑποβαίνω stand under pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποβαίνω stand under pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαίνοντι — ὑποβαίνω stand under pres part act masc/neut dat sg ὑποβαίνω stand under pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαίνουσιν — ὑποβαίνω stand under pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαίνω stand under pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβεβηκότα — ὑποβαίνω stand under perf part act neut nom/voc/acc pl ὑποβαίνω stand under perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”